δεκαρβοξυλάση ή αποκαρβοξυλάση

δεκαρβοξυλάση ή αποκαρβοξυλάση
Πρωτεϊνικό ένζυμο που αποτελεί υποομάδα των λυασών (ένζυμα που καταλύουν τη διάσπαση μίας ουσίας σε δύο προϊόντα). Η δ. βρίσκεται σε διάφορους ζωικούς ιστούς και δρα ως καταλύτης στις αποκαρβοξυλιώσεις ειδικών ακετονοξέων ή αμινοξέων, δηλαδή διασπά τον δεσμό της καρβοξυλικής ομάδας και απελευθερώνει διοξείδιο του άνθρακα (CO2), ενώ ταυτόχρονα παράγεται και η αντίστοιχη πρωτογενής αμίνη. Για παράδειγμα, η δ. της ιστιδίνης, που βρίσκεται στα νεφρά, στο συκώτι και στα έντερα, διασπά την ιστιδίνη σε διοξείδιο του άνθρακα και ισταμίνη. Η δράση των δ. υποβοηθάται από την παρουσία ειδικών προσθετικών ομάδων (συνενζύμων). Έτσι, η αποκαρβοξυλίωση των αμινοξέων χρησιμοποιεί τη φωσφορική πυριδοξάλη ως προσθετική ομάδα. Οι ουσίες που προέρχονται από την αποκαρβοξυλίωση των αμινοξέων ονομάζονται βιογενείς αμίνες, πολλές από τις οποίες έχουν μεγάλη φυσιολογική και φαρμακολογική σημασία. Πολλές δ. των αμινοξέων έχουν βρεθεί σε βακτήρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”